- κροκαλοπαγής
- -ές(για πετρώματα) αυτός που αποτελείται από αδρομερή θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων που συνδέονται μεταξύ τους με λεπτόκοκκη θεμελιώδη μάζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκάλη + παγής (< θ. παγ- τού πήγνυμι). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. conglomerates, και μαρτυρείται από το 1887 στον Μ. Μητσάκη].
Dictionary of Greek. 2013.